πηκτός

πηκτός
πηκτός, ή, όν, [dialect] Dor. [full] πᾱκτός, ά, όν, (
A

πήγνυμι 1

) stuck in, fixed,

ἔγχος ἐν χθονί S.Aj.907

; π. θάνατος, of the death of Ajax, Trag.Adesp. 255.
2 planted, opp. raised from seed, [σκόροδον] Thphr.HP7.4.11 : πηκτή, , a variety of σύμφυτον (q.v.), Dsc.4.10.
II (

πήγνυμι 11

) well put together, compacted, built, of wood-work,

ἄροτρον Il.10.353

, Od.13.32
; opp. αὐτόγυος, Hes.Op.433; π. ἕδος a chair of several pieces, h.Cer.196;

π. κλίμακες E.Ph.489

;

π. λύραι S.Fr.238

(anap.).
2 πηκτή, , net or cage set to catch birds, Ar.Av.528, Arist.HA614a12; cf.

πηκτίς 1.3

.
3 πηκτὰ δωμάτων barriers of the house, door, E.Fr. 1003 (πακτὰ codd. Poll.), parodied in Ar.Ach.479.
III (

πήγνυμι 111

) congealed, curdled,

γάλα E.Cyc.190

; πακτά, , cream-cheese, Theoc.11.20
, cf. AP6.55 (Barb.), POxy.1923.19 (pl., v/vi A. D.); ἃλς π. salt obtained from brine. Nic.Al.518;

κηρός Theoc.1.128

; frozen,

ὕδατα Pl.Ti.59c

;

ὕδωρ τὸ μὲν ῥέον τὸ δὲ πακτόν Ti.Locr.99c

.
2 capable of solidification, Arist.Mete.385a12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηκτός — stuck in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

  • πηκτόν — πηκτός stuck in masc acc sg πηκτός stuck in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῖς — πηκτός stuck in masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῖσι — πηκτός stuck in masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῦ — πηκτός stuck in masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτῷ — πηκτός stuck in masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλόπηκτος — η, ο (Α κρυσταλλόπηκτος, ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, ῆγος) παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό πηκτος, σακχαρό πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (<… …   Dictionary of Greek

  • νεόπηκτος — η, ο (Α νεόπηκτος, ον) 1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.) 2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.) αρχ. αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • σφυρόπηκτος — ον, Μ (για τον θεό) ενιαίος, αχώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πηκτος (< πηκτός < πήγνυμι), πρβλ. δουρί πηκτος] …   Dictionary of Greek

  • πακτά — πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) πᾱκτά , πηκτός stuck in neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”